- περίλυπος
- -η, -οο εξαιρετικά λυπημένος, ο καταλυπημένος, ο μελαγχολικός: Είναι περίλυπος από τη συμπεριφορά των φίλων του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίλυπος — η, ο / περίλυπος, ον, ΝΜΑ βαθιά λυπημένος («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λυπος (< λύπη), πρβλ. κατά λυπος)] … Dictionary of Greek
περίλυπος — περίλῡπος , περίλυπος very sad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίλυπον — περίλῡπον , περίλυπος very sad masc/fem acc sg περίλῡπον , περίλυπος very sad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
печаловати — ПЕЧАЛ|ОВАТИ (53), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Печалиться, горевать, скорбеть: Скорби о грѣсѣхъ. възды||хаи о съблазнѣхъ. печалѹи и о падении своѥмь да ѡчистишисѧ. Изб 1076, 12–12 об.; и много печаловаше игѹменъ ѥго ради. [брата] ведыи ˫ако въ мнозѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έλλυπος — ἔλλυπος, ον (Α) περίλυπος, λυπημένος, θλιμμένος … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
βαρύθυμος — η, ο (AM βαρύθυμος, ον) αυτός που δεν αλλάζει εύκολα διάθεση νεοελλ. 1. σκυθρωπός, περίλυπος 2. οργισμένος … Dictionary of Greek
βαρύλυπος — η, ο (Α βαρύλυπος, ον) βαριά λυπημένος, περίλυπος … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… … Dictionary of Greek